λουτσίζω

λουτσίζω
[λούτσα]
1. καταβρέχω κάποιον με νερό, ιδίως ακάθαρτο
2. οδηγώ τα αιγοπρόβατα στη λούτσα για πότισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λούτσισμα — το [λουτσίζω] 1. κατάβρεγμα με νερό 2. πότισμα τών ζώων στη λούτσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”